- ἐπιβλής
- ἐπιβλήςboltmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιβλής — ἐπιβλής, ο (Α) 1. αυτός που προεξέχει 2. σύρτης, μάνταλο τής πόρτας 3. διασταυρούμενο δοκάρι 4. φρ. «ἄκρον ἐπιβλῆτος» η βάλανος τού πέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βλής «πεταμένος»] … Dictionary of Greek
ἐπιβλῆτα — ἐπιβλής bolt masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβλῆτας — ἐπιβλής bolt masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβλῆτες — ἐπιβλής bolt masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβλῆτος — ἐπιβλής bolt masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιρρήσσω — ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. αντί ἐπιρράσσω (Α) 1. τραβώ με τη βία και κλείνω («θύρην δ’ ἔχε μοῡνος ἐπιβλής εἰλάτινος, τὸν τρεῑς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», Ομ. Ιλ.) 2. (για άνεμο) (αμτβ.) ορμώ βίαια, ξεσπώ 3 … Dictionary of Greek